- λιγόστεμα
- και ολιγόστευμα [λιγοστεύω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λιγοστεύω, μείωση, ελάττωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιγόστεμα — το, ατος η ελάττωση, η μείωση: Το λιγόστεμα του νερού στον πλανήτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιγόστεψη — και (ο)λιγόστευση, η [λιγοστεύω] λιγόστεμα, μείωση … Dictionary of Greek
ολιγόστευμα — το βλ. λιγόστεμα … Dictionary of Greek
ελάττωση — η μείωση, μίκρεμα, λιγόστεμα: Ελάττωση της κατανάλωσης του ρεύματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μείωση — η 1. ελάττωση, σμίκρυνση, λιγόστεμα: Μείωση του μισθού. 2. μτφ., ταπείνωση, εξευτελισμός: Δεν ανέχομαι τη μείωση μπροστά στους γονείς σου! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)